- πολυφημία
- πολυ-φημία, ἡ,A far-spread fame, Poll.5.158.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυφημία — πολυφημίᾱ , πολυφημία far spread fame fem nom/voc/acc dual πολυφημίᾱ , πολυφημία far spread fame fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφημία — η, ΝΑ [πολύφημος] η ιδιότητα τού πολύφημου, το να έχει κανείς μεγάλη φήμη είτε καλή είτε κακή … Dictionary of Greek